- σοφισμός
- ὁ, Ατο σόφισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζομαι. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σοφίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοφισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμοῖς — σοφισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμοί — σοφισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμοῦ — σοφισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμούς — σοφισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμῶν — σοφισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμῷ — σοφισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμόν — σοφισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek